- κόρσεον
- κόρσεον, τό,A = κόρσιον (q.v.), in pl., PTeb.112.7 (ii B. C.), 189 (i B. C.):—written [full] κορσαῖον D.S.1.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κόρσεον — και κορσαῑον, τὸ (Α) βλ. κόρσιον … Dictionary of Greek
κόρσεα — κόρσεον neut nom/voc/acc pl κόρσης who shaved his beard masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρσιον — και κόρσεον, τὸ (Α) η βολβώδης ρίζα τού υδρόβιου φυτού νυμφαία η αστεροειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek